- ζυγίς
- η (Α ζυγίς, -ίδος) [ζυγόν]νεοελλ.1. είδος τού φυτού θύμος2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδεςξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη τού θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη τού ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιοαρχ.είδος άγριου θύμου, έρπυλλος.
Dictionary of Greek. 2013.